- ιεράκιο
- (Ηieracium). Γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομά του ετυμολογείται από τη λέξη ιέραξ (γεράκι), επειδή οι αρχαίοι πίστευαν ότι το αρπακτικό αυτό πτηνό δυνάμωνε την όρασή του τρώγοντας τον βλαστό του ι. Τα ι. είναι φυτά ποώδη και πολυετή, με άνθη συνήθως κίτρινου χρώματος. Ο καρπός τους έχει λευκό χνούδι. Από τα 400 περίπου είδη που περιλαμβάνει το γένος, τα 44 συναντώνται στην Ελλάδα και είναι όλα ζιζάνια.
* * *το (Α ἱεράκιον)νεοελλ.γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη η σύνανδρα, οικογένεια σύνθετααρχ.1. είδος βοτάνου2. μικτό κολλύριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ιεράκιον < ιέραξ, ενώ το νεοελλ. είναι αντιδάνεια λ. (πρβλ. αγγλ. hieracium)].
Dictionary of Greek. 2013.